σέμελος

σέμελος
σέμελος
Grammatical information: m.
Meaning: Lacon. for κοχλίας (`snail with a spiral shell), (Apollas ap. Ath. 6.63d).
Derivatives: σεμελοιρίδαι οἱ ἄνευ κελύφους ους ἔνιοι λίψακας [mean. unknown] H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.
See also: s. σέσῑλος

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σέμελος — σεμελος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] …   Dictionary of Greek

  • σέμελον — σεμελος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”